- πρόκυψη
- ηη κάμψη, το σκύψιμο προς τα εμπρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόκυψη — η / πρόκυψις, ύψεως, ΝΑ [προκύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προκύπτω νεοελλ. κάμψη τού κορμού προς τα εμπρός με ευθειασμένη τη ράχη αρχ. 1. (ιδίως κατά τον τοκετό) το να ξεπροβάλλει κανείς 2. προσκύνηση 3. αυτοκρατορικός θρόνος … Dictionary of Greek
προκύψῃ — προκύψηι , πρόκυψις peeping out fem dat sg (epic) προκύπτω point forwards and downwards aor subj mid 2nd sg προκύπτω point forwards and downwards aor subj act 3rd sg προκύπτω point forwards and downwards fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek